Γιαχβέ

Γιαχβέ
Ο θεός στην εβραϊκή γλώσσα. Βλ. λ. Ιεχωβά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • δεκάλογος — Σύντομος κώδικας νόμων, τον οποίο, σύμφωνα με τη βιβλική αφήγηση (Έξοδος,ιθ’ 1 κ.ε.), έδωσε ο Θεός στον Μωυσή στο όρος Σινά. Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται σε δύο σημεία, τα οποία παρουσιάζουν μικρές παραλλαγές (Έξοδος,κ’ 1 17, Δευτερονόμιον,ε’ 6 …   Dictionary of Greek

  • Ιεχωβά — Το πιο επίσημο όνομα του θεού του Ισραήλ, το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ακούστηκε από τον Θεό (διαμέσου του Μωυσή) στο όραμα της «καιόμενης βάτου» στο Χωρήβ (Έξοδ. γ’ 13). Όταν ο Μωυσής στάλθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

  • μαλαχίας — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο προφήτης (μέσα 5ου αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Είναι ο τελευταίος χρονολογικά από τους δώδεκα μικρούς προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Το βιβλίο το οποίο τιτλοφορείται με το όνομά του αναφέρεται… …   Dictionary of Greek

  • Λωτ — Βιβλικό πρόσωπο, ανιψιός του Αβραάμ. Σύμφωνα με τη Γένεση, όταν ο Γιαχβέ (Ιεχωβάς) αποφάσισε να τιμωρήσει την πόλη Σόδομα, εξαίρεσε από τους κατοίκους της μόνο τον Λ. και την οικογένειά του, τους οποίους ειδοποίησε να την εγκαταλείψουν. Κατά την… …   Dictionary of Greek

  • μυστήρια — Τυπική λατρευτική έκφραση, που έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Αβέβαιη είναι η ετυμολογία της λέξης, η οποία προέρχεται από μια ρίζα που έχει παραγάγει μερικές λέξεις με θρησκευτική σημασία, μεταξύ των οποίων ο… …   Dictionary of Greek

  • Πάσχα — Μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, η οποία γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Αρχικά ήταν εβραϊκή γιορτή (ο όρος προέρχεται από το εβραϊκό πεσάχ = διάβαση), που συνδεόταν με τη βιβλική… …   Dictionary of Greek

  • βασιλείδης — I (αρχές 2ου αι. μ.Χ.). Γνωστικός φιλόσοφος και αιρετικός. Ήταν Έλληνας στην καταγωγή, αλλά έζησε και δίδαξε στην Αίγυπτο. Οι φιλοσοφικές θεωρίες και οι αιρετικές αντιλήψεις του διασώθηκαν από τους αγίους Ειρηναίο και Ιππόλυτο. Κατά τον πρώτο, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”